- σφραγίσω
- σφρᾱγίσω , σφραγίζωcloseaor subj act 1st sgσφρᾱγίσω , σφραγίζωclosefut ind act 1st sgσφρᾱγίσω , σφραγίζωcloseaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
назнаменати — НАЗНАМЕНА|ТИ (50), Ю, ѤТЬ гл. 1. Показать, указать что л., обозначить: тѹ ѹдаривъ своѥю рѹкою въ двьри ти тако ѿхожааше. назнаменавъ тѣмь свои приходъ. ЖФП XII, 38г; ѡнъ же назнамена и годинѹ и д҃нь. ѡбрѣте въ истинѹ ѹспѣниѥ прп(д)бнаго ѡц҃а...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σαπταλισμός — ο, Ν μέθοδος βελτίωσης τού κρασιού κατά την οποία προστίθεται ζάχαρη στον μούστο, προκειμένου να αυξηθεί ο αλκοολικός βαθμός τού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chaptaliser «προσθέτω ζάχαρη στον μούστο προτού σφραγίσω το βαρέλι» (< Chaptal, όν.… … Dictionary of Greek
ασφράγιστος — η, ο 1. (για έγγραφα κτλ.), αυτός που δε σημάνθηκε με σφραγίδα: Ξέχασες το έγγραφο ασφράγιστο. 2. (για επιστολές κτλ.), αυτός που δεν κλείστηκε, που έμεινε ανοιχτός: Έστειλε το γράμμα ασφράγιστο. 3. (για δόντια), αυτός που δε βουλώθηκε με ειδική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)